-
1 ἐξ-ικνέομαι
ἐξ-ικνέομαι (s. ἱκνέομαι), 1) wohin gelangen, einen Ort erreichen; ϑεῶν δ' ἐξίκετο ϑώκους Il. 8, 439; ἄλλων δῆμον 24, 481; Φϑίην 9, 475; γέροντα, ἕδος, Pind. P. 11, 35 I. 6, 44; πρὸς Γοργόνεια πεδία Aesch. Prom. 794; ἐπ' ὄρος Ag. 294; καταβασμόν Prom. 810; absolut, ἐξίκοιτο ἐν τάχει Soph. El. 379; ὅταν δ' ἐς ἥβην ἐξικώμεϑα frg. 517; insofern hingelangen auch = erreichen, erlangen ist, vbdt Eur. τί δρῶντες τοῦδ' ἂν ἐξικοίμεϑα; El. 612; so Xen. βραχὺ ὅπλον, ᾡ οὐκ ἐξικνοῦντο ἀλλήλων, Hell. 7, 5, 17, vgl. 2, 4, 15; so bes. von Geschossen, πρὶν τόξευμα ἐξικνεῖσϑαι, ehe die Geschosse trafen, in weiter Entfernung, An. 1, 8, 19, u. oft; ὅσον τόξευμα ἐξικνέεται Her. 4, 139; ὅσον δυνατός εἰμι μακρότατον ἐξικέσϑαι ἀκοῇ, soweit ich nur mit dem Gehör reichen kann, d. h. soviel ich habe erforschen können, 1, 171, vgl. 2, 34. 4, 192; περαιτέρω τῇ ϑεωρίᾳ Plut. Sol. 3; von den Augen, Xen. Mem. 2, 3, 19; von der Stimme oft Plut.; οὐχ ἱκανοὶ ἐξικνεῖσϑαι φρονήσει ἐπ' ἀμφότερα Plat. Hipp. mai. 281 d; ποῤῥωτέρω ταῖς ῥίζαις Plut. Sol. 23. – 2) hinreichen, ausreichen; οὐχ οἵους τε γενομένους ἐξικέσϑαι πρὸς τὸν γενόμενον ἄεϑλον, den Kampf zu destehen, Her. 4, 10, wo wie Thuc. 1, 70, ὑμεῖς ἔργῳ οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐξικέσϑαι ὀξεῖς, die erste Bdtg noch zu erkennen, zu dem Nothwendigen hinkommen, das Nothwendige durchführen; ἂν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα, wenn unser Geld ausreicht, Plat. Prot. 311 d; Xen. An. 7, 7, 54, nach Krüger; go., wie Plut. Pomp. 39; τεϑνηκόσιν οὐδὲ τρὶς λέγοντες ἐξικνούμεϑα Ar. Ran. 1174, wir kommen nicht zu den Todten mit der Stimme, werden nicht von ihnen gehört.
-
2 εξικνεομαι
(fut. ἐξίξομαι, aor. 2 ἐξικόμην)1) приходить, прибывать(θεῶν θώκους Hom. или ἕδραν Pind.; ὄρος ἐπ΄ Αἰγίπλαγκτον и πρὸς πεδία Κισθήνης Aesch.)
ἐξικόμην φεύγων τινά Hom. — я прибежал к кому-л.;ἀλλ΄ ἐξίκοιτο ἐν τάχει Soph. — ах, если бы он поскорее пришел;ἐφ΄ ἃ δ΄ αὐτὸς οὐκ ἐξικνεῖτο, πέμπων τοὺς φίλους Plut. — посылая друзей туда, куда не мог прибыть лично2) доходить, простираться(ὀχετὸς ἐξικνεύμενος ἐς τέν ἄνυδρον Her.; εἴς τὰς ἄκρας τιμάς Plut.)
οὐκ ἐξικέσθαι ἐς βυσσόν Her. — не достать дна;τί δρῶντες τοῦδ΄ ἂν ἐξικοίμεθα ; Eur. — что сделать нам, чтобы добиться этого?;ὅσον τόξευμα ἐξικνέεται Her. — на расстоянии полета стрелы;πρὴν τόξευμα ἐξικνεῖσθαι Xen. — прежде, чем приблизиться на расстояние выстрела;ὅσον δυνατός εἰμι ἐξικέσθαι ἀκοῇ Her. — насколько я могу судить понаслышке;ὀφθαλμοὴ οἱ δοκοῦντες ἐπὴ πλεῖστον ἐ. Xen. — глаза, считающиеся наиболее зоркими;περαιτέρω τῆς χρείας ἐξικέσθαι τῇ θεωρίᾳ Plut. — проявить необыкновенную проницательность;ἐ. φρονήσει ἐπί τι Plat. — охватить что-л. мыслью3) быть пригодным, успешно справлятьсяτἀναγκαῖα ἐξικέσθαι Thuc. — суметь выйти из трудного положения4) быть достаточным, хватать(εἴς τι Xen.)
ἂν μὲν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα Plat. — если только хватит у нас денег -
3 ἐξικνέομαι
Aἐξῐκόμην Il.9.479
, augm. ἐξίκοντο [ῑ] Sapph. 1.13:—reach, arrive at a place, Hom. always in [tense] aor. and mostly c. acc. loci,ἄλλων ἐξίκετο δῆμον Il.24.481
, etc.;Φθιην δ' ἐξῐκόμην ἐριβώλακα.. ἐς Πηλῆα ἄνακτα 9.479
;δεῦρο Simon. 171
, cf. Pi.P.3.76, A.Pr. 810: abs., Sapph. l.c.: with Preps.,ἐ. ἐς βυσσόν Hdt.2.28
;ἐς ἥβην S. Fr.583.6
; ;πρὸς πεδία Id.Pr. 792
;μέχρι γάμου καὶ γενεᾶς Plu.2.149d
.2 c. acc. rei, arrive at, reach an object,σοφίας ἄωτον ἄκρον Pi.I.7(6).19
;ἔργῳ οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐ.
complete, accomplish,Th.
1.70; τεθνηκόσιν γὰρ ἔλεγεν, οἷς οὐδὲ τρὶς λέγοντες ἐξικνούμεθα (by attract. for οὕς) Ar.Ra. 1176, cf. Plu.2.347e: c. gen., E.El. 612;ἀλλήλων X.HG7.5.17
; alsoπρός τι Plb.1.3.10
, etc.3 abs., reach to a distance, of an arrow,ὅσον τόξευμα ἐξικνέεται Hdt.4.139
; of sight,ἐπὶ πολλὰ στάδια ἐ. X.Mem. 1.4.17
, cf. 2.3.19, E.Ba. 1060; of mental operations, ὅσον δυνατός εἰμι < ἐπὶ> μακρότατον ἐξικέσθαι ἀκοῇ so far as I can get by inquiry, Hdt. 1.171; , cf. 4.16, 192;ἐ. φρονήσει ἐπ' ἀμφότερα Pl.Hp.Ma. 281d
;περαιτέρω τῆς χρείας ἐ. τῇ θεωρίᾳ Plu.Sol.3
.b suffice, of persons,πρὸς τὸν προκείμενον ἄεθλον Hdt.4.10
;ἐπί τι Plu.Pomp.39
; of things,ἂν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα Pl.Prt. 311d
: prov.,ἂν μὴ λεοντῆ γ' ἐξίκητ', ἀλωπεκῆν πρόσαψον Com.Adesp.49D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξικνέομαι
См. также в других словарях:
Αρένιους, Σβάντε Άουγκουστ — (Svante August Arrhenius, Βικ, Ουψάλα 1859 – Στοκχόλμη 1927). Σουηδός χημικός και φυσικός, ένας από τους ιδρυτές της φυσικοχημείας. Άρχισε τις σπουδές του στην Ουψάλα και τις συνέχισε στη Στοκχόλμη, όπου υπέβαλε τη διδακτορική διατριβή του (1884) … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
οικονομικά μαθηματικά — Το σύνολο των μαθηματικών γνώσεων, που χρησιμοποιεί η οικονομία. Τελευταία τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται, σε συνεχώς μεγαλύτερη έκταση, στην οικονομική θεωρία και πράξη. Στην οικονομική θεωρία με τη χρησιμοποίηση μαθηματικών μεθόδων (αλγεβρικές… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… … Dictionary of Greek
ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… … Dictionary of Greek